τετραπρόσωπος

Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, with four faces or fronts, βωμός Plu. 2.308a; ἀριθμός, of the τετράς, Herm. in Phdr.p.107 A.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Gesichtern, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα πρόσωπα ἢ μέτωπα, βωμὸς Πλούτ. 2. 308Α˙ ὅρασιν ζῴου τετραπροσώπου Ἀθαν. Τ. 2, σ. 100D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre visages.
Étymologie: τέσσαρες, πρόσωπον.

Spanish

de cuatro caras

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερα πρόσωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. διπρόσωπος.

Russian (Dvoretsky)

τετραπρόσωπος: четвероликий (βωμός Plut.).