ἀξιομάχως
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
French (Bailly abrégé)
adv.
à forces égales.
Étymologie: ἀξιόμαχος.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιομάχως: с достаточными силами (συνεστηκέναι τινί Plut.).