διαβλήτωρ
From LSJ
Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A slanderer, Man.4.236.
Greek (Liddell-Scott)
διαβλήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ διαβάλλων, ὁ συκοφάντης, Μανέθ. 4. 236.