λοξῶς
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
French (Bailly abrégé)
adv.
obliquement, de travers.
Étymologie: λοξός.
Russian (Dvoretsky)
λοξῶς: косо, искоса: λοξότερον ἔχειν πρός τινα Polyb. подозрительно относиться к кому-л.