παραγώγως
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
French (Bailly abrégé)
adv.
par dérivation.
Étymologie: παράγωγος.
Russian (Dvoretsky)
παρᾰγώγως: посредством словопроизводства: Πανίαν π. Σπανίαν προσηγόρευσαν Plut. от слова Пания произвели Спания.