ἀντιρρόπως
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
French (Bailly abrégé)
adv.
à forces égales.
Étymologie: ἀντίρροπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιρρόπως: в состоянии равновесия: ἀ. τοῖς ἐναντίοις πράττειν Xen. не уступать противнику в силах.