δικαστηριακός
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
ή, όν, connected with law-courts, Phld.Rh.1.212S.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
relacionado con los tribunales τὸ δικανικόν Phld.Rh.1.212.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δικαστήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].