σιτοπαραλήμπτης
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ου, ὁ, receiver of corn-dues, BGU81 (ii A.D.), etc.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που παραλαμβάνει τις οφειλόμενες εισφορές σίτου, υπάλληλος της κρατικής αποθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + παραλημπτής, άλλος τ. του παραλήπτης (< παραλαμβάνω)].