διάδομα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, (διαδίδωμι)
A distribution of money, IG7.2715.64 (Acraeph.), Ἀρχ.Δελτ. 2.148(pl.), UPZ2.8 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
διάδομα: το, (διαδίδωμι) διανομὴ χρημάτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 61.
Full diacritics: διάδομα | Medium diacritics: διάδομα | Low diacritics: διάδομα | Capitals: ΔΙΑΔΟΜΑ |
Transliteration A: diádoma | Transliteration B: diadoma | Transliteration C: diadoma | Beta Code: dia/doma |
ατος, τό, (διαδίδωμι)
A distribution of money, IG7.2715.64 (Acraeph.), Ἀρχ.Δελτ. 2.148(pl.), UPZ2.8 (ii B. C.).
διάδομα: το, (διαδίδωμι) διανομὴ χρημάτων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 61.