διάδρασις
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
εως, ἡ, (διαδιδράσκω)
A an escape from, ἀναγκῶν, πυρός, J. AJ17.4.2 and 10.2.
Greek (Liddell-Scott)
διάδρᾱσις: -εως, ἡ, (διαδιδράσκω) διαφυγή, ὑπεκφυγή, Ἰώσηπ. Ἰ. Α. 18. 5, 4.
Full diacritics: διάδρᾱσις | Medium diacritics: διάδρασις | Low diacritics: διάδρασις | Capitals: ΔΙΑΔΡΑΣΙΣ |
Transliteration A: diádrasis | Transliteration B: diadrasis | Transliteration C: diadrasis | Beta Code: dia/drasis |
εως, ἡ, (διαδιδράσκω)
A an escape from, ἀναγκῶν, πυρός, J. AJ17.4.2 and 10.2.
διάδρᾱσις: -εως, ἡ, (διαδιδράσκω) διαφυγή, ὑπεκφυγή, Ἰώσηπ. Ἰ. Α. 18. 5, 4.