διάδρασις
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
-εως, ἡ, (διαδιδράσκω) an escape from, ἀναγκῶν, πυρός, J. AJ17.4.2 and 10.2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
huida, evasión c. ποιέω y gen. huir de τῶν ἀναγκῶν I.AI 17.76, αὐτῶν I.AI 18.142, glos. a δράσκασις Hsch.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
évasion, fuite.
Étymologie: διαδιδράσκω.
Greek (Liddell-Scott)
διάδρᾱσις: -εως, ἡ, (διαδιδράσκω) διαφυγή, ὑπεκφυγή, Ἰώσηπ. Ἰ. Α. 18. 5, 4.
German (Pape)
[ρᾱ], ἡ, das Entlaufen, Jos. Ant. 18.5.