ποτιφωνήεις

Revision as of 08:26, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εσσα, εν, Ep. for προσφ-, Od.9.456.

German (Pape)

[Seite 690] dor. statt προσφωνήεις.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
qui adresse la parole à, qui s'adresse à, capable de s'adresser à.
Étymologie: épq. p. *προσφωνήεις, v. προσφωνέω.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιφωνήεις: εσσα, εν, Δωρ. ἀντὶ προσφ-, ὡς καὶ ἐν Ὀδ. Ι. 456.

English (Autenrieth)

see προσφωνήεις.
εσσα, εν: capable of addressing, endued with speech, Od. 9.456†.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(επικ. τ.) προσφωνήεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + φωνήεις (< φωνή)].

Greek Monotonic

ποτιφωνήεις: -εσσα, -εν, Δωρ. αντί προσφωνήεις, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ποτιφωνήεις: ήεσσα, ῆεν дор. Hom. = προσφωνήεις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτιφωνήεις Dor., tot spreken in staat.

Middle Liddell

ποτι-φωνήεις, εσσα, εν [doric for προσφωνήεις, Od.]