ποτιφωνήεις
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
ποτιφωνήεσσα, ποτιφωνήεν, Ep. for προσφ-, Od.9.456.
German (Pape)
[Seite 690] dor. statt προσφωνήεις.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
qui adresse la parole à, qui s'adresse à, capable de s'adresser à.
Étymologie: épq. p. *προσφωνήεις, v. προσφωνέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτιφωνήεις Dor., tot spreken in staat.
Russian (Dvoretsky)
ποτιφωνήεις: ήεσσα, ῆεν дор. Hom. = προσφωνήεις.
English (Autenrieth)
see προσφωνήεις.
εσσα, εν: capable of addressing, endued with speech, Od. 9.456†.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(επικ. τ.) προσφωνήεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + φωνήεις (< φωνή)].
Greek Monotonic
ποτιφωνήεις: -εσσα, -εν, Δωρ. αντί προσφωνήεις, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιφωνήεις: εσσα, εν, Δωρ. ἀντὶ προσφ-, ὡς καὶ ἐν Ὀδ. Ι. 456.
Middle Liddell
ποτι-φωνήεις, εσσα, εν [doric for προσφωνήεις, Od.]