Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
adv.
Lazily: P. ἀργῶς, ῥᾳθύμως.
Heedlessly: P. ἀμελῶς, ὀλιγώρως.
Slackly: Ar. and P. μαλακῶς.
Quietly: P. and V. ἡσυχῆ, ἡσύχως (rare P.).