supply
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. παρέχειν (or mid.), πορίζειν (or mid. in P.), ἐκπορίζειν (or mid. in P.), παρασκευάζειν.
Equip: P. and V. σκευάζειν, παρασκευάζειν, στέλλειν (rare P.), ἐξαρτύειν, V. ὁπλίζειν, ἐξοπλίζειν, ἐκστέλλειν, P. κατασκευάζειν.
Give: P. and V. διδόναι, ἐνδιδόναι.
Supply in addition: P. προσπαρέχειν (or mid.), προσπορίζειν.
Supply in return: P. ἀντιπαρέχειν.
subs.
Ar. and V. παρασκευή, ἡ.