φοναί
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
ῶν (αἱ) :
1 tuerie, meurtre ; σπᾶν φοναῖς ἀλλήλους SOPH se déchirer mutuellement en s'entretuant, s'entretuer;
2 meurtre accompli : εἶδε τοὺς παῖδας ἐν ταῖς φοναῖς ÉL il vit les enfants tués (litt. « dans leur meurtre »).
Étymologie: πεφνεῖν.