ἀσέλγημα
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
ατος, τό, licentious act, prob. in Plb.38.2.2, cf. Plu. in Hes.64, Suid. s.v. ἀστυάνασσα; vulgar abuse, in plural, POxy.903.21 (iv A. D.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
plu. actos licenciosos op. ἀσεβήματα Plu.Fr.85, de las relaciones sexuales, Sud.s.u. Ἀστυάνασσα
•palabras groseras, procacidades πολλὰ ἀσελγήματα λέγων POxy.903.21 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 369] τό, Frevel, εἴς τινα Pol. 38, 2. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσέλγημα: τό, ἀσελγὴς πρᾶξις, ὕβρις, ὑπὲρ τῶν εἰς τοὺς περὶ τὸν Αὐρήλιον γενομένων ἀσελγημάτων Πολύβ. 38, 2. 2, (ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ἀλογημάτων), Κ. Μανασσ. 1209, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀστυάνασσα.
Greek Monolingual
ἀσέλγημα, το (AM) ασελγώ
η αδιάντροπη πράξη.
Russian (Dvoretsky)
ἀσέλγημα: ατος τό бесчинство, наглость (εἴς τινα Polyb.).