πέζαρχος

Revision as of 14:23, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, leader of infantry, X.Cyr.5.3.41.

German (Pape)

[Seite 542] ὁ, das Fußvolk oder das Landheer anführend, Xen. Cyr. 5, 3, 41.

Greek (Liddell-Scott)

πέζαρχος: ὁ, ὁ ἡγεμών, ἀρχηγὸς τῶν πεζῶν, Ξεν. Κύρ. 5. 3. 41· - πεζαρχέω, εἶμαι ἀρχηγὸς πεζῶν στρατιωτῶν, Θεμίστ. 152C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commandant de l’infanterie.
Étymologie: πεζός, ἄρχω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο αρχηγός του στρατού της ξηράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -αρχος].

Greek Monotonic

πέζαρχος: ὁ, οδηγός του πεζικού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πέζαρχος:начальник пехоты Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέζαρχος -ου, ὁ [πεζός, ἄρχω] infanteriecommandant.

Middle Liddell

πέζ-αρχος, ὁ,
a leader of foot, Xen.