σιτηγία

Revision as of 17:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, conveyance or importation of corn, ἡ σ. ἡ εἰς Ῥόδον D.56.11.

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, das Getreideführen, -hinschaffen, εἰς Ῥόδον, Dem. 56, 11.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηγία: ἡ, εἰσαγωγὴ σίτου, εἰς τόπον Δημ. 1286. 17.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge du transport des blés ou des vivres.
Étymologie: σιτηγός.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ σιτηγός
μεταφορά, εισαγωγή σιταριού.

Greek Monotonic

σῐτηγία: ἡ, μεταφορά ή εισαγωγή σιτηρών, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτηγία:привоз хлеба, доставка продовольствия (εἰς Ῥόδον Dem.).

Middle Liddell

σῐτηγία, ἡ,
the conveyance or importation of corn, Dem. [from σιτηγός

English (Woodhouse)

importation of corn