Θριαί
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
Greek (Liddell-Scott)
Θρῑαί: -ῶν, αἱ, Παρνασσίδες νύμφαι, τροφοὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, αἵτινες ἐφεῦρον τρόπον μαντείας διὰ ψήφων ἃς ἐλάμβανον ἔκ τινος ἀγγείου, Ilgen καὶ Herm. ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 552. 2) αἱ οὕτως ἀνασυρόμεναι ψῆφοι ἢ τὰ μαντεύματα αὐτῶν, Λατιν. sortes, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ., 44, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.· πρβλ. Λοβ. Ἀγλαοφ. 2. 814 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
1 les Thries, n. de trois nymphes, nourrices d'Apollon, qui prédisaient l'avenir au moyen de petits cailloux;
2 p. ext. αἱ θριαί prédiction, oracle de ces nymphes.
Étymologie: apparenté à τρεῖς.
Russian (Dvoretsky)
Θρῑαί: αἱ Трии (три вскормившие Аполлона вещие парнасские нимфы) HH.