παραιβασίη
From LSJ
Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
English (LSJ)
παραίβασις, v. παραβασία, παράβασις.
Greek (Liddell-Scott)
παραιβᾰσίη: παραίβασις, ἴδε ἐν λ. παράβασις Ι και ΙΙ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. και επικ. τ.) βλ. παραβασία.