παλματίας
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
ου, ὁ, (πάλλω) σεισμὸς π. an earthquake with violent shocks, Arist.Mu.396a10.
German (Pape)
[Seite 452] ὁ, sc. σεισμός, ein Erdbeben mit Schwingungen, Arist. mund. 4 p. 396; – οἶνος, auch παλματιανός, Palmwein, Alex. Trall.
Russian (Dvoretsky)
παλμᾰτίᾱς: ου ὁ сопровождаемый сильными толчками (σεισμός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
παλμᾰτίας: -ου, ὁ, (πάλλω), σεισμὸς π., μετὰ ἰσχυρῶν δονήσεων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 31.
Greek Monolingual
παλματίας, ὁ (Α)
αυτός που χαρακτηρίζεται από παλμικές δονήσεις («παλματίας σεισμός», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλμα, -ατος (βλ. λ. πάλμα [ΙΙ]) + κατάλ. -ίας (πρβλ. βρασματ-ίας, μυκητ-ίας)].