πεδορραντήριον
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
τό, v. ῥαντήριος.
Greek (Liddell-Scott)
πεδορραντήριον: τό, ἴδε ῥαντήριος.
Russian (Dvoretsky)
πεδορραντήριον: τό кровопролитие (Aesch. - v.l. к πέδον ῥαντήριον).