περιπλοκάς
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
περιπλοκάδος, ἡ, = capreolus, cincinnus, Glossaria (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
περιπλοκάς: -άδος, ἡ, εἶδος φυτοῦ, ὡς τὸ σμίλαξ IV, κοινῶς «περιπλοκάδι», Ὀρνεοσόφ. 44, σ. 213.
Greek Monolingual
η, ΜΑ
βλ. περιπλοκάδα.