πηλοποιός
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
English (LSJ)
ὁ, = πηλοπλάθος, BGU362 viii 8 (iii A. D.), Alex. Aphr.Pr.1.49.
German (Pape)
[Seite 610] 1) Koth, Schmutz machend. – 2) = πηλοπλάθος, Sp., zw.
Greek (Liddell-Scott)
πηλοποιός: ὁ, = πηλοπλάθος, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 49.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο πηλοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -ποιός].