προκνημίς

Revision as of 08:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, covering for the leg, Plb.6.23.8, Ascl.Tact.1.2, Ael.Tact.2.8, Polyaen.6.4.3.

German (Pape)

[Seite 730] ῖδος, ἡ, Bedeckung des Unterschenkels; Pol. 6, 23, 8; Polyaen. 6, 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
armure pour le devant de la jambe.
Étymologie: πρό, κνήμη.

Greek (Liddell-Scott)

προκνημίς: ῖδος, ἡ, κάλυμμα τῆς κνήμης, Πολύβ. 6. 23, 8, Πολύαιν. 6. 4, 2.

Greek Monolingual

-ῑδος, ἡ, Α
κάλυμμα της κνήμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κνημίς (< κνήμη), πρβλ. περικνημίς.

Greek Monotonic

προκνημίς: -ίδος, ἡ, κάλυμμα για την κνήμη του ποδιού, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

προκνημίς: ῖδος ἡ прокнемида, наголенник Polyb.

Middle Liddell

προ-κνημίς, ῖδος,
a covering for the leg, Polyb.