σαρκόρριζος

From LSJ
Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκόρριζος Medium diacritics: σαρκόρριζος Low diacritics: σαρκόρριζος Capitals: ΣΑΡΚΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: sarkórrizos Transliteration B: sarkorrizos Transliteration C: sarkorrizos Beta Code: sarko/rrizos

English (LSJ)

ον, with a fleshy root, Thphr.HP7.12.1, Od.63.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκόρριζος: -ον, ὁ ἔχων ῥίζας σαρκώδεις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 1, π. Ὀσμ. 63.

Greek Monolingual

-η, -ο / σαρκόρριζος, -ον, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδεις ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. λεπτό-ρριζος, φλοιό-ρριζος].

German (Pape)

mit fleischiger Wurzel, Theophr.