Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Full diacritics: σεβομένως | Medium diacritics: σεβομένως | Low diacritics: σεβομένως | Capitals: ΣΕΒΟΜΕΝΩΣ |
Transliteration A: seboménōs | Transliteration B: sebomenōs | Transliteration C: sevomenos | Beta Code: sebome/nws |
Adv. = σεβασμίως, Ammon.Diff.p.8V., but σεβασμίως should be restd. from Ptol.Ascal.p.395H.
σεβομένως: Ἐπίρρ. = σεβασμίως, Ἀμμών.
Α
επίρρ. με σεβασμό, σεβασμίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. σεβόμενος του σέβομαι.