σπάλαθρον

From LSJ
Revision as of 09:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάλαθρον Medium diacritics: σπάλαθρον Low diacritics: σπάλαθρον Capitals: ΣΠΑΛΑΘΡΟΝ
Transliteration A: spálathron Transliteration B: spalathron Transliteration C: spalathron Beta Code: spa/laqron

English (LSJ)

τό, v. σκάλευθρον.

German (Pape)

[Seite 916] τό, = σκάλευθρον, Poll. 7, 22.

Greek (Liddell-Scott)

σπάλαθρον: τό, ἴδε σκάλευθρον.

Greek Monolingual

και σπάλαυθρον και σπαύλαθρον, τὸ, Α
εργαλείο με το οποίο ανασκάλευαν τη φωτιά για να δυναμώσει, αλλ. σκάλεθρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Στην Μυκηναϊκή απαντά ο τ. qaratoro. To χειλοϋπερωικό -q- του qaratoro και το χειλικό -π- του τ. σπάλαθρον αποκλείουν τη σύνδεση της λ. με το ρ. σκαλεύω «ανακινώ, ανασκαλεύω», η οποία σημασιολογικά θα φαινόταν πολύ πιθανή. Σύμφωνα με μια άποψη, ο τ. συνδέεται με τη λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: (Poll.) = σκάλευθρονoven-rake (Poll.);
Other forms: σπάλαυθρον (Phot., also H. [cod. σπαύλαθρον alphab. wrong])
Dialectal forms: Myc. qaratoro /skʷalathron/
Derivatives: Beside it σπα-λύσσεται σπαράσσεται, τινάσσεται H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Perh. to σπάλαξ, s. σκάλλω.

Frisk Etymology German

σπάλαθρον: (Poll.),
{spálathron}
Forms: σπάλαυθρον (Phot., auch H. [cod. σπαύλαθρον alphab. unrichtig])
Meaning: = σκάλευθρον;
Derivative: Daneben σπαλύσσεται· σπαράσσεται, τινάσσεται H.
Etymology: Viell. zu σπάλαξ, s. σκάλλω.
Page 2,756