στενόφλεβος

From LSJ
Revision as of 13:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενόφλεβος Medium diacritics: στενόφλεβος Low diacritics: στενόφλεβος Capitals: ΣΤΕΝΟΦΛΕΒΟΣ
Transliteration A: stenóphlebos Transliteration B: stenophlebos Transliteration C: stenoflevos Beta Code: steno/flebos

English (LSJ)

στενόφλεβον, with narrow, small veins, Gal.1.339, Paul.Aeg.1.67.

Greek (Liddell-Scott)

στενόφλεβος: -ον, ὁ ἔχων στενὰς ἢ μικρὰς φλέβας, Γαλην.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει στενές φλέβες («ὀλίγαιμον καὶ στενόφλεβον ἐργάζεται τὸ σῶμα», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -φλεβος (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. μεγαλό-φλεβος].