Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
adj.
P. and V. θαυμαστός, δεινός, ἀμήχανος, Ar. and P. θαυμάσιος, ὑπερφυής, V. ἔκπαγλος.
New: P. and V. καινός, νέος, V. νεόκοτος, Ar. and V. νεοχμός.
Portentous: Ar. and P. τερατώδης.