φαρμακία

Revision as of 09:20, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

English (LSJ)

Ion. -ιη, = φαρμακεία, Hp.Decent.10, LXXEx.7.11 (pl.), Man.2.310.

German (Pape)

[Seite 1256] ἡ, poet. = φαρμακεία, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκία: Ἰων. -ίη, ποιητ. ἀντὶ φαρμακεία, Μανέθων 2. 310, Χρησμ. Σιβ., κλπ.

Greek Monolingual

η, Ν φαρμάκι
κοινή ονομασία φυτού.