διοικοδομή
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ἡ, construction, Aristeas 87.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
arq. estructura ἡ τοῦ θυσιαστηρίου κατασκευὴ συμμέτρως ἔχουσαν ... τὴν διοικοδομὴν εἶχε Aristeas 87.