δυσανάκριτος
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
δυσανάκριτον, hard to determine: poet. δῠσανα-άγκρῐτος, πόνοι A.Supp.126 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάκρῐτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀνακρινόμενος ἢ ἐξεταζόμενος, δυσδιάγνωστος, ποιητ. δυσάγκριτος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 126.
Greek Monolingual
δυσανάκριτος, -ον και δυσάγκριτος, -ον (Α)
αυτός που καθορίζεται δύσκολα, δυσδιάγνωστος.