θαλαμευτός
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
θαλαμευτή, θαλαμευτόν, hidden in a θάλαμος, θησαυρὸς Μουσᾶν Tim.Pers.245.
Greek Monolingual
θαλεμευτός, -ή, -όν (Α) θαλαμεύω
κλεισμένος σε θάλαμο, κρυμμένος σε θάλαμο.