θαλαμευτός
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
θαλαμευτή, θαλαμευτόν, hidden in a θάλαμος, θησαυρὸς Μουσᾶν Tim.Pers.245.
Greek Monolingual
θαλεμευτός, -ή, -όν (Α) θαλαμεύω
κλεισμένος σε θάλαμο, κρυμμένος σε θάλαμο.