θηλύχειρ
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, with woman's hand, Id.550.37.
German (Pape)
[Seite 1208] mit weiblicher Hand, Eust. 550, 37.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, ἔχων γυναικείαν χεῖρα, Εὐστάθ. 550. 37.
Greek Monolingual
θηλύχειρ, -ος ὁ (Μ)
(για άνδρα) αυτός που έχει γυναικεία χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + χειρ].