κακοπαθητικός

Revision as of 13:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ή, όν, miserable, Arist.EE 1221a31.

German (Pape)

[Seite 1301] ή, όν, dass., Arist. Eth. Eud. 2, 3.

Russian (Dvoretsky)

κακοπαθητικός: страдальческий (ταλαίπωρος καὶ κ. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κακοπαθητικός: -ή, -όν, ἄθλιος, ἐλεεινός, δυστυχής, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 8.

Greek Monolingual

κακοπαθητικός, -ή, -όν (Α) κακοπαθώ
δυστυχής, άθλιος, κακόμοιρος.