καλάμημα
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
-ατος, τό, gleanings, Thd.Ob.5.
Greek Monolingual
καλάμημα, τὸ (Α)
καλαμώμαι
σταχυολογία, σταχυολόγημα.