καλάμημα
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
English (LSJ)
-ατος, τό, gleanings, Thd.Ob.5.
Greek Monolingual
καλάμημα, τὸ (Α)
καλαμώμαι
σταχυολογία, σταχυολόγημα.
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
Full diacritics: κᾰλᾰμημα | Medium diacritics: καλάμημα | Low diacritics: καλάμημα | Capitals: ΚΑΛΑΜΗΜΑ |
Transliteration A: kalámēma | Transliteration B: kalamēma | Transliteration C: kalamima | Beta Code: kala/mhma |
-ατος, τό, gleanings, Thd.Ob.5.
καλάμημα, τὸ (Α)
καλαμώμαι
σταχυολογία, σταχυολόγημα.