κεγχροφόρος
English (LSJ)
κεγχροφόρον, bearing millet, Str.5.1.12.
German (Pape)
[Seite 1410] Hirse tragend, vom Lande, Strab. V, 218.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχροφόρος: ὁ, φέρων κέγχρον, παράγων κεχρί, Στράβ. 218.
Greek Monolingual
κεγχροφόρος, -ον (Α)
αυτός που παράγει κεχρί («ἔστι δὲ καὶ κεγχροφόρος διαφερόντως διὰ τὴν εὐυδρίαν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αρτοφόρος, σκευοφόρος.