κεραιοῦχος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
κεραιοῦχον, = κεροῦχος 11: metaph., upholding the right, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1419] die Raaen haltend, κάλως, Hesych., der es aber auch δικαιοδότης erkl. S. κεροῦχος.
Greek (Liddell-Scott)
κεραιοῦχος: -ον, = κεροῦχος ΙΙ, καὶ μεταφορ., δικαιοδότης, Ἡσύχ.