καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Full diacritics: κικιοφόρος | Medium diacritics: κικιοφόρος | Low diacritics: κικιοφόρος | Capitals: ΚΙΚΙΟΦΟΡΟΣ |
Transliteration A: kikiophóros | Transliteration B: kikiophoros | Transliteration C: kikioforos | Beta Code: kikiofo/ros |
κικιοφόρον, bearing κίκι, γῆ PPetr.3p.135 (cf. p.xvii) (iii B.C.).
κικιοφόρος, -ον (Α)
πάπ. (για τη γη) αυτός που παράγει κίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίκι + -φόρος (< φόρος < φέρω)].