κιστοειδής

From LSJ
Revision as of 09:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιστοειδής Medium diacritics: κιστοειδής Low diacritics: κιστοειδής Capitals: ΚΙΣΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kistoeidḗs Transliteration B: kistoeidēs Transliteration C: kistoeidis Beta Code: kistoeidh/s

English (LSJ)

κιστοειδές, shaped like a chest, Hsch.s.v. ὀγκίον.

German (Pape)

[Seite 1443] ές, kistenförmig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κιστοειδής: -ές, (κίστη) ἔχων τὸ σχῆμα κιβωτίου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὀγκίον.

Greek Monolingual

-ές (Α κιστοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κίστης, αυτός που μοιάζει με κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + -ειδής (< εἶδος)].