κρανοκολάπτης

Revision as of 11:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κρανοκολάπτου, ὁ, poisonous spider, Philum.Ven.15.1, Sch. Nic.Th.764.

German (Pape)

[Seite 1500] ὁ, eine giftige Art Phalangium, Schol. Nic. Th. 764.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾱνοκολάπτης: -ου, ὁ, εἶδος δηλητηριώδους φαλαγγίου, ἄλλως κεφαλοκρούστης, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 764.

Greek Monolingual

κρανοκολάπτης, ὁ (Α)
είδος δηλητηριώδους αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κρᾶνον (βλ. λ. κρανίο) + κολάπτης < κολάπτω «σκαλίζω»].