κολάπτης

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος δρυοκολαπτόμορφων πτηνών της οικογένειας picidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colapte < κολάπτω «χτυπώ, σκαλίζω»].