κολάπτης
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
ο
ζωολ. γένος δρυοκολαπτόμορφων πτηνών της οικογένειας picidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colapte < κολάπτω «χτυπώ, σκαλίζω»].