κόπρισις
From LSJ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
English (LSJ)
-εως, ἡ, dunging, manuring, Thphr. HP 8.6.3.
German (Pape)
[Seite 1483] ἡ, das Düngen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κόπρῐσις: -εως, ἡ, τὸ κοπρίζειν, διὰ κόπρου λιπαίνειν, «κόπρισμα», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 6, 3.