λινοφθόρος

Revision as of 21:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, linen-spoiling, ὑφασμάτων λακίδες A.Ch.27 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 50] Leinwand vernichtend, λινοφθόροι δ' ὑφασμάτων λακίδες, die leinenen Kleider zerreißend, Aesch. Ch. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui détruit le lin, càd qui déchire le tissu.
Étymologie: λίνον, φθείρω.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοφθόρος: -ον, ὁ φθείρων τὰ λινᾶ, καταστρέφων αὐτά, ὑφασμάτων λακίδες Αἰσχύλ. Χο. 27.

Greek Monolingual

λινοφθόρος, -ον (Α)
αυτός πού καταστρέφει τα λινά («λινοφθόροι δ' ὑφασμάτων λακίδες ἔφλαδον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδροφθόρος, ψυχοφθόρος.

Greek Monotonic

λῐνοφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τα λινά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνοφθόρος: уничтожающий (льняную) ткань (ὑφασμάτων λακίδες Aesch.).

Middle Liddell

λῐνο-φθόρος, ον φθείρω
linen-wasting, Aesch.