λινοσπέρμινος
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
η, ον, of linseed, ἔλαιον Aët.1.101.
Greek Monolingual
λινοσπέρμινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που παράγεται από λιναρόσπορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λινόσπερμος (< λίνον + -σπερμος < σπέρμα)].