λογόμιμος
From LSJ
τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
English (LSJ)
ὁ, writer or actor of spoken mimes, Hegesand.13.
Greek (Liddell-Scott)
λογόμῑμος: -ον, μιμούμενος λόγους ἢ λέξεις, ἢ μιμούμενος διὰ λέξεων, Ἀθήν. 19C.
Greek Monolingual
λογόμιμος, ὁ (Α)
αυτός που μιμείται λέξεις ή λόγους ή αυτός που μιμείται με λέξεις, συγγραφέας ή ηθοποιός μίμων που μιλούν.
German (Pape)
[ῑ], mit Worten nachahmend, in der Rede, durch die Stimme nachahmend, eine Art Possenreißer, Ath. I.19c.