λογόμιμος

From LSJ
Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογόμῑμος Medium diacritics: λογόμιμος Low diacritics: λογόμιμος Capitals: ΛΟΓΟΜΙΜΟΣ
Transliteration A: logómimos Transliteration B: logomimos Transliteration C: logomimos Beta Code: logo/mimos

English (LSJ)

ὁ, writer or actor of spoken mimes, Hegesand.13.

Greek (Liddell-Scott)

λογόμῑμος: -ον, μιμούμενος λόγους ἢ λέξεις, ἢ μιμούμενος διὰ λέξεων, Ἀθήν. 19C.

Greek Monolingual

λογόμιμος, ὁ (Α)
αυτός που μιμείται λέξεις ή λόγους ή αυτός που μιμείται με λέξεις, συγγραφέας ή ηθοποιός μίμων που μιλούν.

German (Pape)

[ῑ], mit Worten nachahmend, in der Rede, durch die Stimme nachahmend, eine Art Possenreißer, Ath. I.19c.